Προφανώς και οι Έλληνες δεν «έγιναν» άξαφνα «ροκάδες». Η εάν θέλετε, δεν το γύρισαν στο ροκ από το τσιφτετέλι. Αν και το ένα δεν αναιρεί απαραίτητα το άλλο, εδώ που τα λέμε. Ο μέσος Έλληνας ακροατής εξακολουθεί καταρχήν να προτιμά το ελληνικό ρεπερτόριο και ιδιαίτερα το “ελαφρολαικοpop”.Ότι σημαίνει αυτό και όπως και να το χαρακτηρίσουμε.
Επι της ουσίας, στα 100 πρώτα, δημοφιλέστερα τραγούδια που μεταδίδουν οι σταθμοί όλης της χώρας, με ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο κάθε εβδομάδα, σχεδόν πάντα, τα 30 πρώτα κομμάτια, είναι ελληνικά.
Τότε τι ακριβώς συμβαίνει και πώς και που εμφανίζεται το ξένο ροκ ρεπερτόριο?
Τα πράγματα έχουν ως εξής. Σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού της Ελλάδας είναι συγκεντρωμένο και ζει στην Αθήνα. Ως εκ τουτου η μεγαλύτερη ραδιοφωνική αγορά της χώρας, βρίσκεται στην πρωτεύουσα. Εάν λοιπόν θεωρήσουμε ότι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει, πως και το ήμισυ της ραδιοφωνικής αγοράς της χώρας βρίσκεται στην Αθήνα πληθυσμιακα, τοτε ότι συμβαίνει στο ραδιόφωνο της πρωτευουσας, έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Εξυπακούεται ότι η συλλογιστικη μας, πως έτσι το 50% των ακροατών της χώρας ζουν στην Αθηνα ΔΕΝ είναι στατιστικά ορθή. Όμως το σκεπτικό μας ξεκινά με την λογική ότι σίγουρα έχουμε να κανουμε με την μεγαλύτερη ραδιοφωνική αγορά μιας πόλης, που ειναι συγκεντρωμενη στην μεγαλύτερη πόλη της χώρας, την Αθήνα.
Εδώ λοιπόν, στο ραδιόφωνο της πρωτεύουσας εδώ και μια δεκαετία, παρουσιάζεται μια σημαντική αλλαγή στο τι προτιμουν, να ακούνε οι ακροατές. Παραδοσιακά η ροκ μουσική συγκέντρωνε παντα ένα πολύ μικρό ποσοστό επι του ρεπερτορίου που μετέδιδαν οι εμπορικοί σταθμοί στο σύνολο τους. Στην υπόλοιπη Ελλάδα δε, το ποσοστό αυτό ήταν ακόμη μικρότερο.
Τότε τι άλλαξε ξαφνικά?
Πριν ασχοληθούμε στο τι άλλαξε ξαφνικά, να θυμίσουμε ότι στις πρόσφατες επίσημες μετρήσεις ακροαματικότητας στην Αθήνα, 2 ροκ σταθμοί που σχεδόν ισοψηφούν μεταξύ τους, ανέβηκαν στην κορυφή των ραδιοφωνικών σταθμών με ξενο ρεπερτόριο. Όχι 1..2 σταθμοί μαζί. Ως αποτέλεσμα οι κατεξοχην ποπ σταθμοί με ξένο ρεπερτόριο να βρεθούν πολύ χαμηλότερα. Θυμίζουμε ότι κατά παράδοση οι δημοφιλείς εμπορικοί σταθμοί ξένου ρεπερτορίου μονοπωλούν τις πρωτες θεσεις με ποπ ρεπερτόριο εδώ και δεκαετίες.
Οπότε τι αλλαξε?
Βασικα, τίποτα, Δηλαδή τίποτα ιδιαίτερο στη χώρα μας αφου και στο εξωτερικό οι ροκ σταθμοί εμφανίζουν κάποια σχετική άνοδο σε πολλες χώρες. Ουσιαστικά δεν πρόκειται καν για μουσικό / ραδιοφωνικό φαινόμενο, κυρίως έχει να κάνει με ολίγη δοση πολιτικής και ολίγη από επανάσταση.
Η κατι παρόμοιο, όπως τεσπα το αντιλαμβάνεται ο «επαναστάτης» ακροατής, που άξαφνα αντιδρά, απέναντι σε όλα αυτά που του συμβαίνουν. Και αντιδρα, ακούγοντας μουσική που σαφώς είναι πιο επαναστατική και αντιδραστική, και αυτή είναι και ηταν η ροκ.
Η ροκ μουσική ΠΑΝΤΑ επένδυε μουσικά πασης φύσεως επαναστατικά κινήματα και φυσικά και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μεσω των στίχων συμμετειχαν σε αυτό. Μπορει στις μερες μας να μην υπάρχει ένα νέο Woodstock, όμως ο κόσμος είναι ταλαιπωρημένος και αντιδρά.
Η οικονομία, η τρομοκρατία, η πανδημία σε ολόκληρη την ΕΕ όλα μαζί συνηγορούν στο ότι ο ακροατής είναι ταλαιπωρημένος, και θελει να επαναστατήσει.
Με τον τρόπο του βεβαια. Η τελος παντων να εκδηλώσει αυτά που νιώθει με την ανάλογη μουσική, και αυτή είναι η ροκ. Παντα ηταν, απλως τώρα έχει κερδίσει επιπλέον ένα πολύ μεγάλο ποσοστό επι των ακροατών.
Μόνο στην Αθήνα σχεδόν 425.000 ακροατές δείχνουν να προτιμούν το ροκ ρεπερτόριο. Ακόμη και επί του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας αυτό είναι ένα τεράστιο ποσοστό ακροατών, στο οποίο μάλιστα ΔΕΝ συμπεριλαμβάνονται ακροατές από Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Ελλαδα που προτιμούν επίσης το ροκ ρεπερτόριο. Αθροιστικά όλοι μαζί, μας κάνουν ένα “νούμερο”… ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ. Και οσοι ραδιοφωνικοί «ειδήμονες» πιστεύουν ότι αυτό θα αλλάξει άρδην, θα αναγκαστώ να τους απογοητεύσω.
Εάν δεν αλλάξει η ποιότητα της ζωής των πολιτών της ΕΕ και προφανώς και όλων των Ελληνων προς το καλύτερο, η πιθανότητα να τοποθετηθούν οι ροκ σταθμοί στα ποσοστά προ κρίσης και πανδημίας είναι εξαιρετικά μικρή.
Να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι αφενός μας αρέσει η ροκ μουσική και αφετέρου οι ραδιοφωνικές συνήθειες των ακροατών σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως μπορούν να αξιολογήσουν το ποιόν του ροκ ρεπερτορίου. Αυτό που αναφέρουμε εδώ στο άρθρο, δεν αποτελεί κανενός είδους κριτική επί της μουσικής φυσικά, αλλά απλως μια στατιστική καταγραφή με τις νυν μουσικές προτιμήσεις του κοινού που ακούει τακτικά ραδιόφωνο.
Συμπέρασμα. Το rock format για έναν σταθμό ξένου ρεπερτορίου, υπό συγκεκριμένες συνθήκες ( ανταγωνισμος, πληθυσμός κτλ) μπορεί να είναι μια καλή επιλογή για ένα ραδιοφωνικό σταθμό που πιθανόν να θέλει να αλλαξει το format του.