Σε μια εποχή που η εικόνα καταλήγει σε πολλές διαφορετικές οθόνες και όχι σε έναν μόνο προορισμό, έχει σημασία οι φοιτητές να μαθαίνουν τη διαδικασία σαν μια ενιαία διαδρομή και όχι σαν μεμονωμένα στάδια. Στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), στο Τμήμα Κινηματογράφου, αυτή η λογική μπαίνει όλο και πιο καθαρά στο πρόγραμμα: από τις επιλογές στο set μέχρι το post και την τελική παράδοση, ανάλογα με την πλατφόρμα και τη μορφή που ζητά το κάθε project.
Ο πρακτικός πυρήνας αυτής της διαδικασίας περνά μέσα από το Εργαστήριο Τεχνολογίας και Αισθητικής των Οπτικοακουστικών Μέσων (TALAM), όπου οι ασκήσεις στήνονται σε ρεαλιστικές συνθήκες και σε briefs που θυμίζουν επαγγελματική παραγωγή.Το εργαστήριο χρηματοδοτήθηκε και λειτούργησε για αρκετά χρόνια υπό τη διεύθυνση του διευθυντή φωτογραφίας και καθηγητή Δημήτρη Θεοδωρόπουλου, GSC, ενώ σήμερα διευθυντής του TALAM είναι ο καθηγητής Απόστολος Καρακάσης. Ο κ. Θεοδωρόπουλος το περιγράφει απλά: οι κλασικοί, εξειδικευμένοι ρόλοι εξακολουθούν να διδάσκονται, αλλά στην αγορά όλο και συχνότερα ζητούνται άνθρωποι που μπορούν να κινούνται ανάμεσα σε καθήκοντα, να δουλεύουν σε διαφορετικά formats και να ανταποκρίνονται σε πιο σφιχτά χρονοδιαγράμματα.
Αυτό φαίνεται και στη δομή των σπουδών. Οι φοιτητές δεν μένουν μόνο σε θεωρία και ιστορία κινηματογράφου,αλλά περνούν σε πρακτική άσκηση στο πλατό και σε ροές εργασίας που καλύπτουν σκηνοθεσία, παραγωγή, κινηματογράφηση, καλλιτεχνική διεύθυνση, μοντάζ και ήχο. Το ζητούμενο δεν είναι να μάθουν απλώς «εργαλεία». Είναι να χτίσουν κρίση: Να καταλαβαίνουν πώς θα φωτίσουν και θα στήσουν το κάδρο μιας σκηνής και πώς αυτές οι επιλογές φαίνονται αργότερα στο μοντάζ, στο color grading και, τελικά, στο πώς η εικόνα μεταφέρει συναίσθημα στον θεατή.
Στο τεχνικό σκέλος, το τμήμα αξιοποιεί εδώ και χρόνια κάμερες της Blackmagic Design στη διδασκαλία, ενώ πρόσφατα εντάχθηκε και η PYXIS 6K στο πρόγραμμα ασκήσεων. Η λογική, όπως περιγράφεται, είναι ο εξοπλισμός να γίνεται γρήγορα οικείος, ώστε ο φοιτητής να μη χάνει χρόνο στο χειρισμό πριν προλάβει να δουλέψει το ουσιώδες, που είναι η οπτική αφήγηση. Η ευελιξία στο στήσιμο και το πρακτικό form factor βοηθούν να τρέξουν διαφορετικά σενάρια μέσα στην τάξη, από δοκιμές κάδρου μέχρι ασκήσεις φωτισμού και ρυθμίσεων κάμερας

Και εκεί, σχεδόν πάντα, η συζήτηση γυρίζει στο φως. Στο TALAM, οι φοιτητές δοκιμάζουν διαφορετικές πηγές φωτισμού για να καταλάβουν πώς «χτίζεται» μια εικόνα στην πράξη. Ρυθμίσεις όπως shutter angle, ISO και white balance παραμένουν μέρος της διαδικασίας, όμως το κέντρο βάρους είναι να μάθουν να διαβάζουν τη σκηνή και να παίρνουν συνειδητές αποφάσεις. Το setup της κάμερας αντιμετωπίζεται ως δημιουργική επιλογή, όχι ως άσκηση συμμόρφωσης, και οι φοιτητές βλέπουν τι σημαίνει αυτό σε διαφορετικές συνθήκες: τι κάνει το βάθος πεδίου στην αίσθηση μιας σκηνής και πώς επηρεάζεται η εικόνα όταν δουλεύεις σε πιο απαιτητικές συνθήκες.
Κάποιες φορές, το πιο ουσιαστικό μάθημα έρχεται από μια αυθόρμητη ατάκα. Σε ένα πρόσφατο session, ένας φοιτητής άλλαξε φακό και ο συνεργάτης στην τάξη, Γιώργος Φλέγκας, σχολίασε ότι «μοιάζει σαν άλλη κάμερα». Για τον Δημητρη Θεοδωρόπουλο, αυτές οι στιγμές είναι ιδανικές, γιατί ανοίγουν την κουβέντα εκεί που έχει πραγματικό ενδιαφέρον: στο πώς οι φακοί επηρεάζουν την απόδοση των χρωμάτων, το micro-contrast και, τελικά, το feeling της εικόνας, πέρα από τα καθαρά τεχνικά χαρακτηριστικά.

Το multiplatform περιβάλλον είναι επίσης μέρος της συζήτησης, γιατί αντανακλά το πού καταλήγει σήμερα η παραγωγή. Δεν μιλάμε μόνο για κινηματογραφική αίθουσα, αλλά και για short formats, social, διαφορετικά aspect ratios και παραδόσεις που αλλάζουν ανά πλατφόρμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η λήψη open gate λειτουργεί ως πρακτικό εργαλείο εκμάθησης: οι φοιτητές καταγράφουν περισσότερο κάδρο απ’ όσο τελικά θα χρησιμοποιήσουν, δοκιμάζουν διαφορετικά crops στο post και καταλαβαίνουν πώς μεταβάλλεται η αφήγηση όταν το ίδιο υλικό “φοριέται” αλλιώς, ανάλογα με τον προορισμό του.
Το post αντιμετωπίζεται ως συνέχεια του set και όχι ως κάτι αποκομμένο. Οι φοιτητές δουλεύουν με υλικό σε RAW και το περνούν από μοντάζ, grading και τελική εξαγωγή μέσα στο DaVinci Resolve Studio, ώστε να βλέπουν άμεσα τις συνέπειες των επιλογών τους στο γύρισμα. Στη διαδικασία αυτή ενσωματώνονται και εργαλεία που βασίζονται σε AI, όπως auto-tagging, noise reduction και AI masking, με στόχο να μειώνεται ο χρόνος σε επαναλαμβανόμενες εργασίες και να μένει περισσότερος χώρος για αποφάσεις που επηρεάζουν ουσιαστικά το αποτέλεσμα.

Στο τέλος, αυτό που επιχειρεί το Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ είναι να βγάζει αποφοίτους που δεν είναι απλώς «χειριστές» αλλά κινηματογραφιστές με κρίση και αισθητική αντίληψη, από το set μέχρι την τελική παράδοση. Σε μια αγορά όπου οι ρόλοι συχνά αλληλεπικαλύπτονται και τα formats αλλάζουν, η ικανότητα να ενώνεις το γύρισμα με το post και να παραδίδεις με συνέπεια για πολλαπλές πλατφόρμες δεν είναι πλέον πολυτέλεια. Είναι βασικό κομμάτι της δουλειάς.
Το άρθρο βασίζεται σε συνέντευξη και υλικό που παραχωρήθηκαν από τη Rossana Diodato, Senior Communications Manager (Southern Europe, Turkey & Middle East) της Blackmagic Design, στο πλαίσιο επικοινωνιακού feature με επίκεντρο το έργο του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ και του TALAM.
Περισσότερα: https://www.film.auth.gr/en/home-2/ και https://websites.auth.gr/etaomlab/δφ/.
Φωτογραφίες: Yorgos Fleggas.


Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.