Το Σαββατοκύριακο που πέρασε μπορεί να το πεις και λίγο θλιμμένο, αλλά ήταν επενδυμένο με υπέροχες μουσικές…
Η φωνή του Σταμάτη Κόκοτα πλημμύρισε απ’ άκρου σ’ άκρον τον ουρανό της Ελλάδας, καθώς τη μετέφεραν αρκετοί ραδιοφωνικοί σταθμοί που είχαν αρχίσει, νωρίς – νωρίς το πρωί του Σαββάτου τα αφιερώματά τους στον μεγάλο τροβαδούρο…
Πάει κι ο Σταμάτης…
Και μας έπιασε μια μικρή -μπορεί και μεγάλη- μελαγχολία όχι τόσο για έναν άνθρωπο που έζησε, μεγάλωσε κι έφυγε – αναπόδραστη άλλωστε η μοίρα των ανθρώπων. Αλλά γιατί κάθε φορά που φεύγει ένας από αυτούς τους μεγάλους, φεύγει μαζί και μια Ελλάδα που ήταν η δική μας Ελλάδα, μουσικά, καλλιτεχνικά, αισθητικά.
Το παζλ αποσυντίθεται, διαλύεται, χάνεται. Και συνειδητοποιούμε φευγαλέα πως κι εμείς μεγαλώσαμε και δεν μας είναι καθόλου ευχάριστο αυτό.
Με τον Κόκοτα μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε, πονέσαμε γλυκά, νοσταλγήσαμε… Το μυαλό γυρίζει πίσω. Αρχές δεκαετίας του ‘70 οι γειτονιές της Λάρισας είναι γεμάτες από ταβέρνες στις οποίες κάθονται οι γονείς μας και ανάμεσά τους, εμείς -παιδιά τότε- παίζουμε.
Είναι μια χαρούμενη Ελλάδα. Ο κόσμος έχει σταθερή δουλειά, έχει μεροκάματο κι επομένως έχει λεφτά να ξοδέψει. Όχι πολλά, μη φανταστείς, αλλά τα βράδια του καλοκαιριού έχει να πάει στο ταβερνάκι της γειτονιάς να φάει σουβλάκια και να πιεί το κρασάκι της, ρετσίνα Τυρνάβου κλασικά και …«αντρουά», αυτά τα σωβινιόν και τα σαρντονέ θα τα κοιτούσαν …περίεργα κείνες τις δεκαετίες της … τεστοστερόνης και του τριχωτού στήθους.
Και κει, στις συνοικιακές ταβέρνες από τα τζουκ μποξ, τα πολύχρωμα γυάλινα κουτιά με τον βαθύ και στέρεο ήχο, ο Σταμάτης να τραγουδάει για αγάπες που ξεκίνησαν με τα πανιά φουσκωμένα μα που ναυάγησαν μεσοπέλαγα.
«Μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό…». Και η αγάπη «νούφαρο που χάθηκε στης λίμνης μέσα το θολό νερό».
Το κάνεις εικόνα; Τραγούδια γεμάτα ποίηση, στίχοι γεμάτοι εικόνες, νότες μελωδικές… Τραγούδια που γλύκαιναν κι αυτόν ακόμη τον χωρισμό, τραγούδια που δίδασκαν έναν λαό που ήταν κατά βάση απλοϊκός κι όχι ιδιαίτερα μορφωμένος και του ανέβαζαν το επίπεδο.
Σήμερα η γενιά των πτυχιούχων ΑΕΙ και των κατόχων Μάστερ «κουνιέται και λυγιέται» με σκουπίδια του τύπου «γουστάρω να ’σαι αλήτης κι εγώ να ’μαι μαντάμ» και κάνουν καριέρα κάποιοι που αποκαλούνται «ράπερ» και παίζουν κάτι σαν μουσική.
Μουσική απρόσωπη, που έχει κάτι το βίαιο και το χυδαίο μαζί με όση καλή διάθεση κι αν την κρίνεις.
Δεν είναι ίδιες οι εποχές, λέω και κάνω τάχα μου πως το πιστεύω. Άλλες κοινωνίες οι σημερινές, άλλα τα προβλήματα, αλλά ας αναγνωρίσουμε πως υπήρξαμε τυχεροί που μεγαλώσαμε, κλάψαμε, χαρήκαμε, ονειρευτήκαμε με όλα αυτά τα ιερά τέρατα του λαϊκού τραγουδιού.
Όταν η Ελλάδα χτυπημένη από πολέμους και εμφύλιο έβλεπε τον ανθό της να φυλλορροεί «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές», είχε την τύχη να παρηγορηθεί από έναν Καζαντζίδη που έδινε κουράγιο και μια νοερή αγκαλιά στη μάνα που περίμενε το σπλάχνο της πάντα με «ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι».
Δίπλα στον «Στελάρα» ένας Μπιθικώτσης παρηγορούσε κι αυτός έναν λαό για την ατέλειωτη φτώχεια του, δίνοντας μια ποιητική διάσταση στη φτωχολογιά και τους καημούς της που «σεργιανούν στις γειτονιές» και που η εργατιά προσπαθούσε να πνίξει στου «Μπελαμί τα ουζερί».
Κόκοτας, Βοσκόπουλος και Πουλόπουλος εμφανίστηκαν όταν η Ελλάδα άρχισε να βλέπει κάποιο φως. Οι πληγές του πολέμου και του εμφυλίου κάπως πήγαιναν να κλείσουν, οι άνθρωποι ξαναγίνονταν άνθρωποι που μπορούσαν ακόμη και να ερωτευτούν χωρίς ενοχές, χωρίς φόβο, μα με πολύ πάθος.
Ο Κόκοτας, πιο ερωτικός από όλους κατά τη γνώμη μου, εξέφρασε τον έρωτα της… «μεσαίας τάξης» που μόλις πήγαινε να δημιουργηθεί.
Μπορούσε να τον ακούει ο Ωνάσης (που τον λάτρευε) αλλά και οι κυρ- Παντελήδες στη γειτονιά μου, στα Ταμπάκικα, κι ας ήταν ακόμη σε μια «μπρουτάλ» κατάσταση.
Ο Κόκοτας και η μουσική του «μυρίζουν» αρχοντιά. Αλλά μια αρχοντιά οικεία, που κατέβηκε στον λαό και τον πήρε μαζί της για να τον ταξιδέψει. Οι έρωτες του Κόκοτα ήταν ρομαντικοί, αθώοι, έρωτες αγαθών προθέσεων όχι σχέσεις περιστασιακές, βιαστικές, εφήμερες.
Ήταν ο έρωτας του γειτονόπουλου για τη γειτονοπούλα, σαν βρίσκονταν «στου προφήτη Ηλία τα σοκάκια», στα σοκάκια όλης της Ελλάδας που τα νιάτα κρύβονταν τα καλοκαιρινά βράδια για να ανταλλάξουν όνειρα, όρκους, φιλιά.
Οι έρωτες του Κόκοτα δεν ήταν οι τρελές καψούρες που λάνσαρε αργότερα ο Στράτος, που έβαλε την Ελλάδα – με υπέροχο τρόπο κι αυτός- στα καμπαρέ, στα ξενυχτάδικα, εκεί που της έμαθε να γίνεται «λιώμα» με φτηνό ουίσκι, πραγματικό κουρέλι για να πενθήσει έναν μεγάλο χωρισμό, στο πλαίσιο και μιας διαδικασίας αυτοτιμωρίας που οδηγεί εξελικτικά στην αυτοκάθαρση και στη λύτρωση.
Ο Κόκοτας είχε να μας απασχολήσει εδώ και πολλά χρόνια. Καμιά φορά αναρωτιόμασταν ακόμη κι αν ζει ή «έφυγε» στα σιωπηλά. Αλλά δεν υπάρχει Έλληνας – ακόμη και νεότερης γενιάς- που να μην γνώριζε το όνομά του, που να μην άκουγε τα τραγούδια του.
Παίζονται δεκαετίες ολόκληρες, καθημερινά, στο «Δεύτερο Πρόγραμμα» κι όταν τα ακούμε έχουμε την αίσθηση πως η μουσική τελείωσε εκείνα τα χρόνια. Ό,τι καλο ήταν να γραφτεί, γράφτηκε.
Τα υπόλοιπα, οι «αλήτες», οι «μαντάμ» και όλο αυτό το χυδαίο σκουπιδαριό που βασανίζει τα αφτιά μας παίζει στα ιδιωτικά κυρίως ραδιόφωνα στοχεύοντας «στο νεανικό κοινό». Δίκαιο… Τα έσοδα δεν τα φέρνει ο …Κόκοτας, αλλά όλα αυτά τα παιδιά των «τάλεντ σόου» που τους δίνουν να πουν δυο – τρία ατακαδόρικα κομμάτια, που θα πιάσουν το σημερινό ευρύ κοινό.
Αν εμάς μας έχει πιάσει η νοσταλγία και αγαπάμε Κόκοτα, ο ραδιοφωνικός παραγωγός πρέπει να βγάλει φράγκα, να πληρώσει μισθούς, ενοίκια, ρεύματα, τρέχα γύρευε.
Οκ, όλοι έχουμε θέση κάτω από τον ήλιο και για όλα υπάρχει λόγος και αντίλογος. Μα μην μας ζαλίζετε μ’ αυτά… Αφήστε τη φωνή του Σταμάτη να μας χαϊδεύει μαζί με τις αχτίνες του ήλιου σαν θα περιπλανιόμαστε «ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη…»…ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
Πηγη εφημεριδα Ελευθερία